δίμετρον

δίμετρον
-ου τό N 2 0-3-0-0-0=3 2 Kgs 7,1.16.18
double measure

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίμετρον — δίμετρος having two metres masc/fem acc sg δίμετρος having two metres neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμετρος — η και ος, ο (AM δίμετρος, ον) (μετρ.) 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν) στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο») νεοελλ. μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτρα («δίμετρος παύση») αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”